- μυστηλασία
- μυστηλᾰσία, ἡ,A driving of initiates, Ἐλευσῖνάδε Philicus in Stud.Ital.9.45 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυστηλασία — μυστηλασία, ἡ (Α) η καθοδήγηση τών μυστών ή η εκδίωξη τών μεμυημένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + ηλασία (< ήλατος < ἐλαύνω), πρβλ. ξεν ηλασία. Το η τού θ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
μυστηλασίαις — μυστηλασία driving of initiates fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)